- ἄνθρακι
- ἄνθραmasc dat sgἄνθραξcharcoalmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνθρακίτην — ἀνθρακί̱την , ἀνθρακίτης gem masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρακ' — ἄνθρακα , ἄνθρα masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθρα masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθρα masc nom/voc/acc dual ἄνθρακα , ἄνθραξ charcoal masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθραξ charcoal masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθραξ charcoal masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθραχ' — ἄνθρακα , ἄνθρα masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθρα masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθρα masc nom/voc/acc dual ἄνθρακα , ἄνθραξ charcoal masc acc sg ἄνθρακι , ἄνθραξ charcoal masc dat sg ἄνθρακε , ἄνθραξ charcoal masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αθράκα — αθρακάς, αθράκι, αθρακιά, αθράκωμα κ.λπ.: βλ. ανθράκα, ανθρακάς, ανθράκι, ανθρακιά, ανθράκωμα κ.λπ … Dictionary of Greek